καλυτερότερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλυτερότερος | η | καλυτερότερη | το | καλυτερότερο |
| γενική | του | καλυτερότερου | της | καλυτερότερης | του | καλυτερότερου |
| αιτιατική | τον | καλυτερότερο | την | καλυτερότερη | το | καλυτερότερο |
| κλητική | καλυτερότερε | καλυτερότερη | καλυτερότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλυτερότεροι | οι | καλυτερότερες | τα | καλυτερότερα |
| γενική | των | καλυτερότερων | των | καλυτερότερων | των | καλυτερότερων |
| αιτιατική | τους | καλυτερότερους | τις | καλυτερότερες | τα | καλυτερότερα |
| κλητική | καλυτερότεροι | καλυτερότερες | καλυτερότερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλυτερότερος (νεολογισμός) < καλύτερ(ος) + -ότερος, εκφραστικός αναδιπλασιασμός του -ύτερ(ος) + -ότερος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
καλυτερότερος, η, ο
- (ανεπίσημο, επιτατικό επίθετο) νεωτερικός, πλαστός συγκριτικός βαθμός του καλός: πιο καλός και από καλύτερος, ο καλύτερος όλων, ανεπίσημη, λανθασμένη (συνειδητά ή ασυνείδητα) γραμματικά λέξη σε χρήση μετά το τέλος του 20ου αιώνα με σκοπό να δώσει έμφαση
- ※ Ας πούμε ότι καταλήγουν στο πρόσωπο ενός «συντονιστή». Κι ας υποθέσουμε ότι αυτός ο «συντονιστής» θα είναι ο καλυτερότερος. Ο μεγάλος. Ένας σούπερμαν. Ή μία σούπεργούμαν, για να ξεπεράσουμε τα φαιδρά περί ανδροπρέπειας. Τι θα αλλάξει; ( ΤΑ ΝΕΑ, 5/11/2005)
- ※ Το καλυτερότερος π.χ. από μια άλλη άποψη, που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, για να μην πω με συγκινεί, ως γλωσσολόγο, μαρτυρεί γνώση της γλώσσας: ο «αναδιπλασιασμός» της παραγωγικής κατάληξης του συγκριτικού βαθμού επιστρατεύεται από το νεαρό ομιλητή για να διπλασιάσει την ένταση του χαρακτηρισμού, γιατί ο τυπικός τρόπος, καλύτερος, αποδεικνύεται για την περίπτωση «λίγος», και χρειάζεται ενίσχυση (, Γιάννης Βελούδης, «Άνισες εξισώσεις: Η γλώσσα των νέων», digitalschool.minedu.gov.gr, πηγή: Γιάννης Η. Χάρης (επιμ.), Δέκα Μύθοι για την Ελληνική Γλώσσα, εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα 2007, σελ. 73-81)
Αντώνυμα
- χειροτερότερος (επίσης νεολογισμός, με αντιγραμματικό συγκριτικό βαθμό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.