καλτσομηχανή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλτσομηχανή οι καλτσομηχανές
      γενική της καλτσομηχανής των καλτσομηχανών
    αιτιατική την καλτσομηχανή τις καλτσομηχανές
     κλητική καλτσομηχανή καλτσομηχανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλτσομηχανή < κάλτσα + -ο- + -μηχανή

Ουσιαστικό

καλτσομηχανή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.