καλλιμάρμαρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλλιμάρμαρος | η | καλλιμάρμαρη | το | καλλιμάρμαρο |
| γενική | του | καλλιμάρμαρου | της | καλλιμάρμαρης | του | καλλιμάρμαρου |
| αιτιατική | τον | καλλιμάρμαρο | την | καλλιμάρμαρη | το | καλλιμάρμαρο |
| κλητική | καλλιμάρμαρε | καλλιμάρμαρη | καλλιμάρμαρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλλιμάρμαροι | οι | καλλιμάρμαρες | τα | καλλιμάρμαρα |
| γενική | των | καλλιμάρμαρων | των | καλλιμάρμαρων | των | καλλιμάρμαρων |
| αιτιατική | τους | καλλιμάρμαρους | τις | καλλιμάρμαρες | τα | καλλιμάρμαρα |
| κλητική | καλλιμάρμαροι | καλλιμάρμαρες | καλλιμάρμαρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
καλλιμάρμαρος, -η, -ο
- χαρακτηρισμός οικοδομήματος το οποίο έχουν χτίσει ή επενδύσει με μάρμαρα εξαιρετικής ποιότητας
Παράγωγα
Μεταφράσεις
καλλιμάρμαρος
|
|
Αναφορές
- καλλιμάρμαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.