Καλλιμάρμαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Καλλιμάρμαρο τα Καλλιμάρμαρα
      γενική του Καλλιμάρμαρου των Καλλιμάρμαρων
    αιτιατική το Καλλιμάρμαρο τα Καλλιμάρμαρα
     κλητική Καλλιμάρμαρο Καλλιμάρμαρα
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καλλιμάρμαρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλλιμάρμαρος

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.liˈmaɾ.ma.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καλλιμάρμαρο

Κύριο όνομα

Καλλιμάρμαρο ουδέτερο

  • αρχαίο θέατρο στην Αθήνα
      Βρήκε ένα χαμηλό σπίτι με ταρατσάκι και αυλή σ' ένα χωστό σοκάκι πίσω απ' το Καλλιμάρμαρο κι εκεί ζούσε με την εκλεκτή της καρδιάς του και τις κρίσεις επιληψίας, που τον ταλάνιζαν όλο και περισσότερο. (Κατερίνα Ζαρόκωστα, Οι αδερφές Ραζή, (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2017), σελ. 52)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.