καλιγωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλιγωτής οι καλιγωτές
      γενική του καλιγωτή των καλιγωτών
    αιτιατική τον καλιγωτή τους καλιγωτές
     κλητική καλιγωτή καλιγωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλιγωτής < καλιγώνω + -τής < μεσαιωνική ελληνική καλιγώνω / καλλιγώνω < καλίγα / καλλίγα < λατινική caliga < calceus < calx < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (s)kel- (στρογγυλός, καμπυλωτός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.li.ɣoˈtis/

Ουσιαστικό

καλιγωτής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.