calceus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

calceus < calx < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kel-. Συγγενές με το (αρχαία ελληνικά) σκολιός και σκέλος

Ουσιαστικό

calceus αρσενικό

  1. παπούτσι
  2. μποτάκι
  3. σανδάλι
  4. κάλτσα

  • solea

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική calceus calceī
γενική calceī calceōrum
δοτική calceō calceīs
αιτιατική calceum calceōs
κλητική calcee calceī
αφαιρετική calceō calceīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.