καληνωρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καληνωρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καληνωρίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.li.noˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λη‐νω‐ρί‐ζω
Ρήμα
καληνωρίζω, παθ.φωνή: καληνωρίζομαι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καληνωρίζω | καληνώριζα | θα καληνωρίζω | να καληνωρίζω | καληνωρίζοντας | |
| β' ενικ. | καληνωρίζεις | καληνώριζες | θα καληνωρίζεις | να καληνωρίζεις | καληνώριζε | |
| γ' ενικ. | καληνωρίζει | καληνώριζε | θα καληνωρίζει | να καληνωρίζει | ||
| α' πληθ. | καληνωρίζουμε | καληνωρίζαμε | θα καληνωρίζουμε | να καληνωρίζουμε | ||
| β' πληθ. | καληνωρίζετε | καληνωρίζατε | θα καληνωρίζετε | να καληνωρίζετε | καληνωρίζετε | |
| γ' πληθ. | καληνωρίζουν(ε) | καληνώριζαν καληνωρίζαν(ε) |
θα καληνωρίζουν(ε) | να καληνωρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καληνώρισα | θα καληνωρίσω | να καληνωρίσω | καληνωρίσει | ||
| β' ενικ. | καληνώρισες | θα καληνωρίσεις | να καληνωρίσεις | καληνώρισε | ||
| γ' ενικ. | καληνώρισε | θα καληνωρίσει | να καληνωρίσει | |||
| α' πληθ. | καληνωρίσαμε | θα καληνωρίσουμε | να καληνωρίσουμε | |||
| β' πληθ. | καληνωρίσατε | θα καληνωρίσετε | να καληνωρίσετε | καληνωρίστε | ||
| γ' πληθ. | καληνώρισαν καληνωρίσαν(ε) |
θα καληνωρίσουν(ε) | να καληνωρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καληνωρίσει | είχα καληνωρίσει | θα έχω καληνωρίσει | να έχω καληνωρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καληνωρίσει | είχες καληνωρίσει | θα έχεις καληνωρίσει | να έχεις καληνωρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καληνωρίσει | είχε καληνωρίσει | θα έχει καληνωρίσει | να έχει καληνωρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καληνωρίσει | είχαμε καληνωρίσει | θα έχουμε καληνωρίσει | να έχουμε καληνωρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καληνωρίσει | είχατε καληνωρίσει | θα έχετε καληνωρίσει | να έχετε καληνωρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καληνωρίσει | είχαν καληνωρίσει | θα έχουν καληνωρίσει | να έχουν καληνωρίσει |
| |
Πηγές
- καληνωρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- καληνωρίζω < έκφραση καλήν ὥραν (καλή ώρα)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ ποντιακά: καληνωρίζω
- ⇒ νέα ελληνικά: καληνωρίζω (ιδιωματικό)
Πηγές
- καληνωρίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Ποντιακά (pnt)
Ετυμολογία
- καληνωρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καληνωρίζω
Συγγενικά
Πηγές
- καληνωρίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.