καλεστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλεστής οι καλεστές
      γενική του καλεστή των καλεστών
    αιτιατική τον καλεστή τους καλεστές
     κλητική καλεστή καλεστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλεστής < ελληνιστική κοινή καλεστής < αρχαία ελληνική καλέω

Ουσιαστικό

καλεστής αρσενικό

  • αυτός που καλεί κάποιον ή κάποιους σε κάτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.