καλειδοσκοπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλειδοσκοπικός | η | καλειδοσκοπική | το | καλειδοσκοπικό |
| γενική | του | καλειδοσκοπικού | της | καλειδοσκοπικής | του | καλειδοσκοπικού |
| αιτιατική | τον | καλειδοσκοπικό | την | καλειδοσκοπική | το | καλειδοσκοπικό |
| κλητική | καλειδοσκοπικέ | καλειδοσκοπική | καλειδοσκοπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλειδοσκοπικοί | οι | καλειδοσκοπικές | τα | καλειδοσκοπικά |
| γενική | των | καλειδοσκοπικών | των | καλειδοσκοπικών | των | καλειδοσκοπικών |
| αιτιατική | τους | καλειδοσκοπικούς | τις | καλειδοσκοπικές | τα | καλειδοσκοπικά |
| κλητική | καλειδοσκοπικοί | καλειδοσκοπικές | καλειδοσκοπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλειδοσκοπικός < καλειδοσκόπιο + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καλειδοσκόπιο
Μεταφράσεις
καλειδοσκοπικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.