κακούργικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακούργικός η κακούργική το κακούργικό
      γενική του κακούργικού της κακούργικής του κακούργικού
    αιτιατική τον κακούργικό την κακούργική το κακούργικό
     κλητική κακούργικέ κακούργική κακούργικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακούργικοί οι κακούργικές τα κακούργικά
      γενική των κακούργικών των κακούργικών των κακούργικών
    αιτιατική τους κακούργικούς τις κακούργικές τα κακούργικά
     κλητική κακούργικοί κακούργικές κακούργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κακούργικος < αρχαία ελληνική κακουργικός

Επίθετο

κακούργικος[1]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κακούργικος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.