κακοχρονιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακοχρονιά οι κακοχρονιές
      γενική της κακοχρονιάς των κακοχρονιών
    αιτιατική την κακοχρονιά τις κακοχρονιές
     κλητική κακοχρονιά κακοχρονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κακοχρονιά < κακο- + χρονιά

Ουσιαστικό

κακοχρονιά θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.