κακοπάθια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακοπάθια οι κακοπαθιές
      γενική της κακοπάθιας των κακοπαθιών
    αιτιατική την κακοπάθια τις κακοπαθιές
     κλητική κακοπάθια κακοπαθιές
όπως «κακοπάθια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κακοπάθια < γραφή του κακοπάθεια

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.koˈpa.θça/ (δημοτική, με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: κακοπάθια
ομόηχο: κακοπάθεια

Ουσιαστικό

κακοπάθια θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.