κακοπάθια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κακοπάθια | οι | κακοπαθιές |
| γενική | της | κακοπάθιας | των | κακοπαθιών |
| αιτιατική | την | κακοπάθια | τις | κακοπαθιές |
| κλητική | κακοπάθια | κακοπαθιές | ||
| όπως «κακοπάθια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακοπάθια < γραφή του κακοπάθεια
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.koˈpa.θça/ (δημοτική, με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κο‐πά‐θια
- ομόηχο: κακοπάθεια
- → δείτε τη λέξη κακοπάθηση
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη κακοπάθηση
Μεταφράσεις
κακοπάθια
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.