διαβάλλω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
διαβάλλω
<
αρχαία ελληνική
διαβάλλω
<
διά
+
βάλλω
Ρήμα
διαβάλλω
,
παθητικό:
διαβάλλομαι
κατηγορώ ψευδώς,
δυσφημώ
,
συκοφαντώ
,
κακολογώ
Συγγενικά
διαβολή
διάβολος
διαβολικός
διαβολικά
Μεταφράσεις
διαβάλλω
γαλλικά
:
calomnier
(fr)
,
diffamer
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.