κακοδιαθεσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακοδιαθεσία οι κακοδιαθεσίες
      γενική της κακοδιαθεσίας των κακοδιαθεσιών
    αιτιατική την κακοδιαθεσία τις κακοδιαθεσίες
     κλητική κακοδιαθεσία κακοδιαθεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κακοδιαθεσία < κακοδιάθετος + -σία

Ουσιαστικό

κακοδιαθεσία θηλυκό

  • η άσχημη διάθεση που έχει κάποιος επειδή δε νιώθει καλά από σωματική άποψη ή επειδή δεν έχει κέφι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.