cacao

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

cacao (en)

  1. το δέντρο Theobroma cacao, από τον καρπό του οποίου φτιάχνεται η σοκολάτα
  2. ο σπόρος αυτού του δέντρου



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ka.o/
 

Ουσιαστικό

cacao (fr) αρσενικό

  1. το κακάο



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

cacao (it)

  1. το δέντρο Theobroma cacao, από τον καρπό του οποίου φτιάχνεται η σοκολάτα
  2. ο σπόρος αυτού του δέντρου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.