καισάρισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καισάρισσα οι καισάρισσες
      γενική της καισάρισσας των καισαρισσών
    αιτιατική την καισάρισσα τις καισάρισσες
     κλητική καισάρισσα καισάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καισάρισσα < καίσαρας + επίθημα -ισσα

Ουσιαστικό

καισάρισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.