καινοτομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καινοτομώ < αρχαία ελληνική καινοτομέω / καινοτομῶ < καινοτόμος < καινός + τέμνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ce.no.toˈmo/
Ρήμα
καινοτομώ
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις καινοτόμος, καινός και τέμνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καινοτομώ | καινοτομούσα | θα καινοτομώ | να καινοτομώ | καινοτομώντας | |
| β' ενικ. | καινοτομείς | καινοτομούσες | θα καινοτομείς | να καινοτομείς | (καινοτόμει) | |
| γ' ενικ. | καινοτομεί | καινοτομούσε | θα καινοτομεί | να καινοτομεί | ||
| α' πληθ. | καινοτομούμε | καινοτομούσαμε | θα καινοτομούμε | να καινοτομούμε | ||
| β' πληθ. | καινοτομείτε | καινοτομούσατε | θα καινοτομείτε | να καινοτομείτε | καινοτομείτε | |
| γ' πληθ. | καινοτομούν(ε) | καινοτομούσαν(ε) | θα καινοτομούν(ε) | να καινοτομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καινοτόμησα | θα καινοτομήσω | να καινοτομήσω | καινοτομήσει | ||
| β' ενικ. | καινοτόμησες | θα καινοτομήσεις | να καινοτομήσεις | καινοτόμησε | ||
| γ' ενικ. | καινοτόμησε | θα καινοτομήσει | να καινοτομήσει | |||
| α' πληθ. | καινοτομήσαμε | θα καινοτομήσουμε | να καινοτομήσουμε | |||
| β' πληθ. | καινοτομήσατε | θα καινοτομήσετε | να καινοτομήσετε | καινοτομήστε | ||
| γ' πληθ. | καινοτόμησαν καινοτομήσαν(ε) |
θα καινοτομήσουν(ε) | να καινοτομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καινοτομήσει | είχα καινοτομήσει | θα έχω καινοτομήσει | να έχω καινοτομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καινοτομήσει | είχες καινοτομήσει | θα έχεις καινοτομήσει | να έχεις καινοτομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καινοτομήσει | είχε καινοτομήσει | θα έχει καινοτομήσει | να έχει καινοτομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καινοτομήσει | είχαμε καινοτομήσει | θα έχουμε καινοτομήσει | να έχουμε καινοτομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καινοτομήσει | είχατε καινοτομήσει | θα έχετε καινοτομήσει | να έχετε καινοτομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καινοτομήσει | είχαν καινοτομήσει | θα έχουν καινοτομήσει | να έχουν καινοτομήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.