καινοτομέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καινοτομέω < καινοτόμος < καινός + τέμνω

Ρήμα

καινοτομέω-καινοτομῶ

  1. (για ορυχεία) σκάβω για να ανοίξω μια νέα φλέβα
  2. (μεταφορικά) αρχίζω κάτι νέο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.