καθοδηγήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

καθοδηγήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθοδηγώ
  2. θα καθοδηγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθοδηγώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

καθοδηγήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καθοδήγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.