καθησυχαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καθησυχαστικός | η | καθησυχαστική | το | καθησυχαστικό |
| γενική | του | καθησυχαστικού | της | καθησυχαστικής | του | καθησυχαστικού |
| αιτιατική | τον | καθησυχαστικό | την | καθησυχαστική | το | καθησυχαστικό |
| κλητική | καθησυχαστικέ | καθησυχαστική | καθησυχαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καθησυχαστικοί | οι | καθησυχαστικές | τα | καθησυχαστικά |
| γενική | των | καθησυχαστικών | των | καθησυχαστικών | των | καθησυχαστικών |
| αιτιατική | τους | καθησυχαστικούς | τις | καθησυχαστικές | τα | καθησυχαστικά |
| κλητική | καθησυχαστικοί | καθησυχαστικές | καθησυχαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καθησυχαστικός < καθησυχάζω
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.