καθημερνός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθημερνός η καθημερνή το καθημερνό
      γενική του καθημερνού της καθημερνής του καθημερνού
    αιτιατική τον καθημερνό την καθημερνή το καθημερνό
     κλητική καθημερνέ καθημερνή καθημερνό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθημερνοί οι καθημερνές τα καθημερνά
      γενική των καθημερνών των καθημερνών των καθημερνών
    αιτιατική τους καθημερνούς τις καθημερνές τα καθημερνά
     κλητική καθημερνοί καθημερνές καθημερνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καθημερνός < καθημερινός με αποβολή ... όπως ... ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καθημερνός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

καθημερνός, -ή, -ό

Συγγενικά

  • στην ποίηση: καθημερν- Συμφραστικός πίνακας «Ανεμόσκαλα» για μείζονες νεοέλληνες ποιητές

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.