καθημερνός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καθημερνός | η | καθημερνή | το | καθημερνό |
| γενική | του | καθημερνού | της | καθημερνής | του | καθημερνού |
| αιτιατική | τον | καθημερνό | την | καθημερνή | το | καθημερνό |
| κλητική | καθημερνέ | καθημερνή | καθημερνό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καθημερνοί | οι | καθημερνές | τα | καθημερνά |
| γενική | των | καθημερνών | των | καθημερνών | των | καθημερνών |
| αιτιατική | τους | καθημερνούς | τις | καθημερνές | τα | καθημερνά |
| κλητική | καθημερνοί | καθημερνές | καθημερνά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καθημερνός < καθημερινός με αποβολή ... όπως ... ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καθημερνός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
καθημερνός, -ή, -ό
- (λογοτεχνικό, λαϊκότροπο) καθημερινός
- ※ Η προφορά, στο τραγούδι: Άσμα ασμάτων,, κύκλος Μαουτχάουζεν, στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης, μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη
- Τι ωραία που είναι η αγάπη μου
με το καθημερνό της φόρεμα
κι ένα χτενάκι στα μαλλιά
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία
Συγγενικά
- καθημερνά (επίρρημα)
- στην ποίηση: καθημερν- Συμφραστικός πίνακας «Ανεμόσκαλα» για μείζονες νεοέλληνες ποιητές
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- καθημερνός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.