λεβητοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεβητοποιός οι λεβητοποιοί
      γενική του λεβητοποιού των λεβητοποιών
    αιτιατική τον λεβητοποιό τους λεβητοποιούς
     κλητική λεβητοποιέ λεβητοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεβητοποιός < λέβητ(ος) + -ο- + -ποιός

Ουσιαστικό

λεβητοποιός αρσενικό

  • (επάγγελμα) τεχνίτης που κατασκευάζει λέβητες (καζάνια)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.