καζάντι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καζάντι τα καζάντια
      γενική του καζαντιού των καζαντιών
    αιτιατική το καζάντι τα καζάντια
     κλητική καζάντι καζάντια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
συνήθως στον πληθυντικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καζάντι < καζαντίζω + (αναδρομικός σχηματισμός)[1] < μεσαιωνική ελληνική καζαντίζω < τουρκική kazandı < kazanmak < οθωμανική τουρκική قزانمق (qazanmaq) < πρωτοτουρκική *kaŕgan

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈzan.di/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καζάντι

Ουσιαστικό

καζάντι ουδέτερο

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • είδαμε τα καζάντια σου!: λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που απέτυχε να κερδίσει χρήματα ή σε κάποια του επιδίωξη υπονοώντας ότι τα μέσα που χρησιμοποίησε δεν ήταν τα κατάλληλα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.