καβγατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καβγατζής οι καβγατζήδες
      γενική του καβγατζή των καβγατζήδων
    αιτιατική τον καβγατζή τους καβγατζήδες
     κλητική καβγατζή καβγατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καβγατζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική kavgacı + < kavga[1]. Αναλύεται σε καβγάς + -τζής

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.vɣaˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καβγατζής

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καβγατζής οι καβγατζήδες
      γενική του καβγατζή των καβγατζήδων
    αιτιατική τον καβγατζή τους καβγατζήδες
     κλητική καβγατζή καβγατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

καβγατζής αρσενικό, καβγατζού θηλυκό

Συνώνυμα

  • μανουρατζής

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.