καβγατζήδες
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.vɣaˈd͡zi.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βγα‐τζή‐δες
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
καβγατζήδες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καβγατζής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.