mulet
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| mulet | mulets |
Προφορά
- ⓘ
- ΔΦΑ : /my.lɛ/
Ουσιαστικό
mulet (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) μουλάρι, ημίονος
- ↪ Le mulet provient de l'accouplement de l'âne et de la jument, ou de l'accouplement du cheval et de l'ânesse.
- Το μουλάρι προέρχεται από τη διασταύρωση του γαϊδάρου και της φοράδας, ή από τη διασταύρωση του αλόγου και της γαϊδούρας.
- ↪ Le mulet provient de l'accouplement de l'âne et de la jument, ou de l'accouplement du cheval et de l'ânesse.
- εκπαιδευτικό ή αναγνωριστικό όχημα, στους αγώνες αυτοκινήτων
Συγγενικά
Ετυμολογία 2
- mulet < λατινική mullus
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.