mulet

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
mulet mulets

Ετυμολογία 1

mulet < mul < λατινική mulus

Προφορά

 
ΔΦΑ : /my.lɛ/

Ουσιαστικό

mulet (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) μουλάρι, ημίονος
    Le mulet provient de l'accouplement de l'âne et de la jument, ou de l'accouplement du cheval et de l'ânesse.
    Το μουλάρι προέρχεται από τη διασταύρωση του γαϊδάρου και της φοράδας, ή από τη διασταύρωση του αλόγου και της γαϊδούρας.
  2. εκπαιδευτικό ή αναγνωριστικό όχημα, στους αγώνες αυτοκινήτων

Συγγενικά

Ετυμολογία 2

mulet < λατινική mullus

Ουσιαστικό

mulet (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.