κάππαρις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κάππαρῐς | αἱ | καππάρεις |
| γενική | τῆς | καππάρεως ιωνικός: καππάριος |
τῶν | καππάρεων |
| δοτική | τῇ | καππάρει | ταῖς | καππάρεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | κάππαρῐν | τὰς | καππάρεις |
| κλητική ὦ! | κάππαρῐ | καππάρεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καππάρει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καππαρέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάππαρις < δάνειο άγνωστης ετυμολογίας
Απόγονοι
κάππαρις (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ νέα ελληνικά: κάππαρη
- ↷ κλασικά συριακά: ܩܦܪ (qappar) ή ܟܦܪ (kappar)
- → αραβικά: كبر (kabar, kabbar, qabbar)
- ↷ ισπανικά: alcappara, alcapparo
- ↷ πορτογαλικά: alcappara
- → αραβικά: كبر (kabar, kabbar, qabbar)
- ↷ λατινικά: capparis
- ↷ οθωμανικά τουρκικά: كبره (gebere)
- ⇒ τουρκικά: gebre
Πηγές
- κάππαρις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάππαρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- كبر#Etymology 3 στο αγγλικό Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.