κάναβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κάναβος | οι | κάναβοι |
| γενική | του | κανάβου & κάναβου |
των | κανάβων |
| αιτιατική | τον | κάναβο | τους | κανάβους & κάναβους |
| κλητική | κάναβε | κάναβοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάναβος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κάν(ν)αβος (αρχαία σημασία: σχέδιο ανθρώπινου σώματος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.na.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐να‐βος
Ουσιαστικό
κάναβος αρσενικό και κάνναβος
- (αρχιτεκτονική) το νοητό πλέγμα από τελείες ή ευθύγραμμα τμήματα το οποίο βρίσκεται σχεδιασμένο πάνω σε υλικό που προορίζεται για σχεδιασμό
Μεταφράσεις
κάναβος
|
|
Αναφορές
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κᾰνᾰβο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | κάναβος | οἱ | κάναβοι | |
| γενική | τοῦ | κανάβου | τῶν | κανάβων | |
| δοτική | τῷ | κανάβῳ | τοῖς | κανάβοις | |
| αιτιατική | τὸν | κάναβον | τοὺς | κανάβους | |
| κλητική ὦ! | κάναβε | κάναβοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κανάβω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | κανάβοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
κάναβος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κάναβος αρσενικό και κάνναβος
- σχέδιο ανθρώπινου σώματος
- (ελληνιστική σημασία) ξύλινος σκελετός στον οποίο πλάθονταν το πρόπλασμα
Πηγές
- κάναβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάναβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.