ανόργανος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανόργανος | η | ανόργανη | το | ανόργανο |
| γενική | του | ανόργανου | της | ανόργανης | του | ανόργανου |
| αιτιατική | τον | ανόργανο | την | ανόργανη | το | ανόργανο |
| κλητική | ανόργανε | ανόργανη | ανόργανο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανόργανοι | οι | ανόργανες | τα | ανόργανα |
| γενική | των | ανόργανων | των | ανόργανων | των | ανόργανων |
| αιτιατική | τους | ανόργανους | τις | ανόργανες | τα | ανόργανα |
| κλητική | ανόργανοι | ανόργανες | ανόργανα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανόργανος < (ελληνιστική κοινή) ἀνόργανος
Επίθετο
ανόργανος, -η ,-ο
- ο μη οργανικός, που δεν περιέχει άνθρακα
- η ανόργανη ύλη
- που δεν έχει όργανα ή δεν προϋποθέτει τη χρήση τους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.