ισχυρογνωμοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ισχυρογνωμοσύνη | οι | ισχυρογνωμοσύνες |
| γενική | της | ισχυρογνωμοσύνης | των | ισχυρογνωμοσυνών |
| αιτιατική | την | ισχυρογνωμοσύνη | τις | ισχυρογνωμοσύνες |
| κλητική | ισχυρογνωμοσύνη | ισχυρογνωμοσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ισχυρογνωμοσύνη < αρχαία ελληνική ἰσχυρογνωμοσύνη, μορφολογικά αναλύεται σε ισχυρογνώμ(ων) + -οσύνη
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ισχυρογνωμοσύνη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.