ιστοριοδιφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιστοριοδιφικός | η | ιστοριοδιφική | το | ιστοριοδιφικό |
| γενική | του | ιστοριοδιφικού | της | ιστοριοδιφικής | του | ιστοριοδιφικού |
| αιτιατική | τον | ιστοριοδιφικό | την | ιστοριοδιφική | το | ιστοριοδιφικό |
| κλητική | ιστοριοδιφικέ | ιστοριοδιφική | ιστοριοδιφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιστοριοδιφικοί | οι | ιστοριοδιφικές | τα | ιστοριοδιφικά |
| γενική | των | ιστοριοδιφικών | των | ιστοριοδιφικών | των | ιστοριοδιφικών |
| αιτιατική | τους | ιστοριοδιφικούς | τις | ιστοριοδιφικές | τα | ιστοριοδιφικά |
| κλητική | ιστοριοδιφικοί | ιστοριοδιφικές | ιστοριοδιφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιστοριοδιφικός < ιστοριοδίφης / ιστοριοδιφία + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ιστοριοδίφης, ιστορία και -δίφης
Μεταφράσεις
ιστοριοδιφικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.