ιστιοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιστιοφόρος | η | ιστιοφόρα | το | ιστιοφόρο |
| γενική | του | ιστιοφόρου | της | ιστιοφόρας | του | ιστιοφόρου |
| αιτιατική | τον | ιστιοφόρο | την | ιστιοφόρα | το | ιστιοφόρο |
| κλητική | ιστιοφόρε | ιστιοφόρα | ιστιοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιστιοφόροι | οι | ιστιοφόρες | τα | ιστιοφόρα |
| γενική | των | ιστιοφόρων | των | ιστιοφόρων | των | ιστιοφόρων |
| αιτιατική | τους | ιστιοφόρους | τις | ιστιοφόρες | τα | ιστιοφόρα |
| κλητική | ιστιοφόροι | ιστιοφόρες | ιστιοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ιστιοφόρος, -α, -ο
Μεταφράσεις
ιστιοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.