ισπανοεβραϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισπανοεβραϊκός | η | ισπανοεβραϊκή | το | ισπανοεβραϊκό |
| γενική | του | ισπανοεβραϊκού | της | ισπανοεβραϊκής | του | ισπανοεβραϊκού |
| αιτιατική | τον | ισπανοεβραϊκό | την | ισπανοεβραϊκή | το | ισπανοεβραϊκό |
| κλητική | ισπανοεβραϊκέ | ισπανοεβραϊκή | ισπανοεβραϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισπανοεβραϊκοί | οι | ισπανοεβραϊκές | τα | ισπανοεβραϊκά |
| γενική | των | ισπανοεβραϊκών | των | ισπανοεβραϊκών | των | ισπανοεβραϊκών |
| αιτιατική | τους | ισπανοεβραϊκούς | τις | ισπανοεβραϊκές | τα | ισπανοεβραϊκά |
| κλητική | ισπανοεβραϊκοί | ισπανοεβραϊκές | ισπανοεβραϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ισπανοεβραϊκός < ισπαν(ικός) + -ο- + εβραϊκός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
ισπανοεβραϊκός -ή, -ό
- σχετικός με την κοινότητα των Εβραίων που ζούσαν στην Ισπανία μέχρι την εκδίωξή τους το 1492
Μεταφράσεις
ισπανοεβραϊκός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.