ισπανοεβραίικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισπανοεβραίικος | η | ισπανοεβραίικη | το | ισπανοεβραίικο |
| γενική | του | ισπανοεβραίικου | της | ισπανοεβραίικης | του | ισπανοεβραίικου |
| αιτιατική | τον | ισπανοεβραίικο | την | ισπανοεβραίικη | το | ισπανοεβραίικο |
| κλητική | ισπανοεβραίικε | ισπανοεβραίικη | ισπανοεβραίικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισπανοεβραίικοι | οι | ισπανοεβραίικες | τα | ισπανοεβραίικα |
| γενική | των | ισπανοεβραίικων | των | ισπανοεβραίικων | των | ισπανοεβραίικων |
| αιτιατική | τους | ισπανοεβραίικους | τις | ισπανοεβραίικες | τα | ισπανοεβραίικα |
| κλητική | ισπανοεβραίικοι | ισπανοεβραίικες | ισπανοεβραίικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ισπανοεβραίικος < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
ισπανοεβραίικος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.