ισοσταθμώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ισοσταθμώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰσοσταθμῶ, συνηρημένος τύπος του ἰσοσταθμέω < ἰσόσταθμος / ἰσοσταθμής[1] < αρχαία ελληνική ἴσος + στάθμη. (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική équilibrer, balancer)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.so.staˈθmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ισοσταθμώ
παλιότερος συλλαβισμός: ισοσταθμώ

Ρήμα

ισοσταθμώ, πρτ.: ιστοσταθμούσα, αόρ.: ισοστάθμησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

Κλίση

Δείτε και το ισοσταθμίζω

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. ισοσταθμίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.