ισοσταθμώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ισοσταθμώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰσοσταθμῶ, συνηρημένος τύπος του ἰσοσταθμέω < ἰσόσταθμος / ἰσοσταθμής[1] < αρχαία ελληνική ἴσος + στάθμη. (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική équilibrer, balancer)[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.so.staˈθmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σο‐σταθ‐μώ
- παλιότερος συλλαβισμός : ι‐σο‐στα‐θμώ
Ρήμα
ισοσταθμώ, πρτ.: ιστοσταθμούσα, αόρ.: ισοστάθμησα (χωρίς παθητική φωνή)
- άλλη μορφή του ισοσταθμίζω
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ισοσταθμίζω, ίσος και σταθμά
Κλίση
Δείτε και το ισοσταθμίζω
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ισοσταθμώ | ισοσταθμούσα | θα ισοσταθμώ | να ισοσταθμώ | ισοσταθμώντας | |
| β' ενικ. | ισοσταθμείς | ισοσταθμούσες | θα ισοσταθμείς | να ισοσταθμείς | ||
| γ' ενικ. | ισοσταθμεί | ισοσταθμούσε | θα ισοσταθμεί | να ισοσταθμεί | ||
| α' πληθ. | ισοσταθμούμε | ισοσταθμούσαμε | θα ισοσταθμούμε | να ισοσταθμούμε | ||
| β' πληθ. | ισοσταθμείτε | ισοσταθμούσατε | θα ισοσταθμείτε | να ισοσταθμείτε | ισοσταθμείτε | |
| γ' πληθ. | ισοσταθμούν(ε) | ισοσταθμούσαν(ε) | θα ισοσταθμούν(ε) | να ισοσταθμούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ισοστάθμησα | θα ισοσταθμήσω | να ισοσταθμήσω | ισοσταθμήσει | ||
| β' ενικ. | ισοστάθμησες | θα ισοσταθμήσεις | να ισοσταθμήσεις | ισοστάθμησε | ||
| γ' ενικ. | ισοστάθμησε | θα ισοσταθμήσει | να ισοσταθμήσει | |||
| α' πληθ. | ισοσταθμήσαμε | θα ισοσταθμήσουμε | να ισοσταθμήσουμε | |||
| β' πληθ. | ισοσταθμήσατε | θα ισοσταθμήσετε | να ισοσταθμήσετε | ισοσταθμήστε | ||
| γ' πληθ. | ισοστάθμησαν ισοσταθμήσαν(ε) |
θα ισοσταθμήσουν(ε) | να ισοσταθμήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ισοσταθμήσει | είχα ισοσταθμήσει | θα έχω ισοσταθμήσει | να έχω ισοσταθμήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ισοσταθμήσει | είχες ισοσταθμήσει | θα έχεις ισοσταθμήσει | να έχεις ισοσταθμήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ισοσταθμήσει | είχε ισοσταθμήσει | θα έχει ισοσταθμήσει | να έχει ισοσταθμήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ισοσταθμήσει | είχαμε ισοσταθμήσει | θα έχουμε ισοσταθμήσει | να έχουμε ισοσταθμήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ισοσταθμήσει | είχατε ισοσταθμήσει | θα έχετε ισοσταθμήσει | να έχετε ισοσταθμήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ισοσταθμήσει | είχαν ισοσταθμήσει | θα έχουν ισοσταθμήσει | να έχουν ισοσταθμήσει |
| |
Μεταφράσεις
ισοσταθμώ
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ισοσταθμίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.