ισοπεδωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισοπεδωτικός η ισοπεδωτική το ισοπεδωτικό
      γενική του ισοπεδωτικού της ισοπεδωτικής του ισοπεδωτικού
    αιτιατική τον ισοπεδωτικό την ισοπεδωτική το ισοπεδωτικό
     κλητική ισοπεδωτικέ ισοπεδωτική ισοπεδωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισοπεδωτικοί οι ισοπεδωτικές τα ισοπεδωτικά
      γενική των ισοπεδωτικών των ισοπεδωτικών των ισοπεδωτικών
    αιτιατική τους ισοπεδωτικούς τις ισοπεδωτικές τα ισοπεδωτικά
     κλητική ισοπεδωτικοί ισοπεδωτικές ισοπεδωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ισοπεδωτικός < ισοπεδώνω

Επίθετο

ισοπεδωτικός -ή -ό

  1. που ισοπεδώνει, που καταργεί κάθε διαβάθμιση ή διαφορά
  2. που εξουθενώνει έναν αντίπαλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.