ισοζυγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ισοζυγία | οι | ισοζυγίες |
| γενική | της | ισοζυγίας | των | ισοζυγιών |
| αιτιατική | την | ισοζυγία | τις | ισοζυγίες |
| κλητική | ισοζυγία | ισοζυγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ισοζυγία < (ελληνιστική κοινή) ἰσοζυγής + -ία
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.so.ziˈʝi.a/
Μεταφράσεις
ισοζυγία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.