ισορρόπηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ισορρόπηση | οι | ισορροπήσεις |
| γενική | της | ισορρόπησης* | των | ισορροπήσεων |
| αιτιατική | την | ισορρόπηση | τις | ισορροπήσεις |
| κλητική | ισορρόπηση | ισορροπήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ισορροπήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ισορρόπηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.