ισασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ισασμός | οι | ισασμοί |
| γενική | του | ισασμού | των | ισασμών |
| αιτιατική | τον | ισασμό | τους | ισασμούς |
| κλητική | ισασμέ | ισασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ισασμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.