ιριδιούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιριδιούχος | η | ιριδιούχα | το | ιριδιούχο |
| γενική | του | ιριδιούχου | της | ιριδιούχας | του | ιριδιούχου |
| αιτιατική | τον | ιριδιούχο | την | ιριδιούχα | το | ιριδιούχο |
| κλητική | ιριδιούχε | ιριδιούχα | ιριδιούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιριδιούχοι | οι | ιριδιούχες | τα | ιριδιούχα |
| γενική | των | ιριδιούχων | των | ιριδιούχων | των | ιριδιούχων |
| αιτιατική | τους | ιριδιούχους | τις | ιριδιούχες | τα | ιριδιούχα |
| κλητική | ιριδιούχοι | ιριδιούχες | ιριδιούχα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ιριδιούχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.