ιρανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιρανικός | η | ιρανική | το | ιρανικό |
| γενική | του | ιρανικού | της | ιρανικής | του | ιρανικού |
| αιτιατική | τον | ιρανικό | την | ιρανική | το | ιρανικό |
| κλητική | ιρανικέ | ιρανική | ιρανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιρανικοί | οι | ιρανικές | τα | ιρανικά |
| γενική | των | ιρανικών | των | ιρανικών | των | ιρανικών |
| αιτιατική | τους | ιρανικούς | τις | ιρανικές | τα | ιρανικά |
| κλητική | ιρανικοί | ιρανικές | ιρανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.