ινσουλίνωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ινσουλίνωμα τα ινσουλινώματα
      γενική του ινσουλινώματος των ινσουλινωμάτων
    αιτιατική το ινσουλίνωμα τα ινσουλινώματα
     κλητική ινσουλίνωμα ινσουλινώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ινσουλίνωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική insulinoma < insulin < λατινική insula (νησί)

Ουσιαστικό

ινσουλίνωμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.