ινδόρνις

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ινδόρνις οι ινδόρνιθες
      γενική της ινδόρνιθος των ινδορνίθων
    αιτιατική την ινδόρνιθα τις ινδόρνιθες
     κλητική ινδόρνις ινδόρνιθες
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ινδόρνις < ινδ(ός) + όρνις (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dinde)

Προφορά

ΔΦΑ : /inˈðoɾ.nis/

Ουσιαστικό

ινδόρνις θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.