όρνις
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- όρνις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄρνις (αρσενικό ή θηλυκό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα*h₂oren, *h₃eren
Ουσιαστικό
όρνις (θηλυκό)
- (απαρχαιωμένο) παρωχημένος ταξινομικός όρος για γένος ή γένη που ανήκουν στην τάξη Ορνιθόμορφα Galliformes, και στους Φασιανίδες (οικογένεια Phasianidae)
- ↪ όρνις η οικιακή (Όρνιθα η οικιακή) - ὄρνις ἡ οἰκιακή (καθαρεύουσα), η κότα
- για το αρσενικό → δείτε όρνεο και όρνιο
Πηγές
- «ὄρνις» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.