ινδιάνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ινδιάνος | οι | ινδιάνοι |
| γενική | του | ινδιάνου | των | ινδιάνων |
| αιτιατική | τον | ινδιάνο | τους | ινδιάνους |
| κλητική | ινδιάνε | ινδιάνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- ινδιάνος < Ινδιάνος
Ουσιαστικό
ινδιάνος αρσενικό (θηλυκό ινδιάνα)
- (επιθετική λειτουργία) ο Ινδιάνος
- ο ινδιάνος ήρωας της ταινίας λεγόταν «Μαύρο Άλογο»
Μεταφράσεις
ινδιάνος
|
Ετυμολογία 2
- ινδιάνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική galo d' India (κόκορας της Ινδίας) ή pollo d' India
Μεταφράσεις
ινδιάνος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.