ιερο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ιερο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱερο- (σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική hiero-) < ἱερό(ς)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.e.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιερο-

Πρόθημα

ιερο-, ιερό- (και ιερ- πριν από φωνήεν)

Σύνθετα

  • ιερο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ιερο- στο Βικιλεξικό
  • ιερό- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ιερό- στο Βικιλεξικό
  • ιερ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ιερ- στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.