faith

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

faith (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η πίστη, εμπιστοσύνη στις ικανότητες ή τις γνώσεις κάποιου· εμπιστοσύνη ότι κάποιος ή κάτι θα κάνει αυτό που έχει υποσχεθεί
    my faith in you - η πίστη μου σε σένα
    You can’t put your faith in this man.
    Δεν μπορείς να δώσεις πίστη σ΄ αυτόν τον άνθρωπο.
    His faith in the accuracy of his views was shaken.
    Κλονίστηκε η πίστη στην ορθότητα των απόψεών του.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη belief
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός) η πίστη, βαθιά θρησκευτική πίστη
    Your faith has saved you.
    Η πίστη σου σ΄ έσωσε.
    His faith in God was unwavering.
    Η πίστη του στο Θεό ήταν ακλόνητη.
    I am fighting for faith and country.
    Μάχομαι υπέρ πίστεως και πατρίδος.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη belief
  3. η πίστη, μια συγκεκριμένη θρησκεία
    the Christian faith - η χριστιανική πίστη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.