ιατροφαρμακευτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιατροφαρμακευτικός η ιατροφαρμακευτική το ιατροφαρμακευτικό
      γενική του ιατροφαρμακευτικού της ιατροφαρμακευτικής του ιατροφαρμακευτικού
    αιτιατική τον ιατροφαρμακευτικό την ιατροφαρμακευτική το ιατροφαρμακευτικό
     κλητική ιατροφαρμακευτικέ ιατροφαρμακευτική ιατροφαρμακευτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιατροφαρμακευτικοί οι ιατροφαρμακευτικές τα ιατροφαρμακευτικά
      γενική των ιατροφαρμακευτικών των ιατροφαρμακευτικών των ιατροφαρμακευτικών
    αιτιατική τους ιατροφαρμακευτικούς τις ιατροφαρμακευτικές τα ιατροφαρμακευτικά
     κλητική ιατροφαρμακευτικοί ιατροφαρμακευτικές ιατροφαρμακευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιατροφαρμακευτικός < λείπει η ετυμολογία(μαρτυρείται από το 1803)[1]

Επίθετο

ιατροφαρμακευτικός

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 480, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.