θωμαϊστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θωμαϊστής οι θωμαϊστές
      γενική του θωμαϊστή των θωμαϊστών
    αιτιατική τον θωμαϊστή τους θωμαϊστές
     κλητική θωμαϊστή θωμαϊστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θωμαϊστής < Θωμάς + -ιστής

Ουσιαστικό

θωμαϊστής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.