θοριούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θοριούχος η θοριούχα το θοριούχο
      γενική του θοριούχου της θοριούχας του θοριούχου
    αιτιατική τον θοριούχο τη θοριούχα το θοριούχο
     κλητική θοριούχε θοριούχα θοριούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θοριούχοι οι θοριούχες τα θοριούχα
      γενική των θοριούχων των θοριούχων των θοριούχων
    αιτιατική τους θοριούχους τις θοριούχες τα θοριούχα
     κλητική θοριούχοι θοριούχες θοριούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θοριούχος < θόριο + -ούχος

Επίθετο

θοριούχος, -α, -ο

  • (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο θορίου

Συνώνυμα

  • θορίδιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.